κατατρύω

κατατρύω
κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατετρῦσθαι — κατατρύω perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύσαιο — κατατρύ̱σαιο , κατατρύω aor opt mid 2nd sg κατατρύζω chatter against aor opt mid 2nd sg κατατρύζω chatter against aor opt mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”